ξεγόφιασμα

ξεγόφιασμα
τό
1) вывих бедра; 2) изнурение, изматывание, переутомление (организма)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ξεγόφιασμα" в других словарях:

  • ξεγόφιασμα — και ξεγκόφιασμα, το [ξεγοφιάζω] 1. η εξάρθρωση τού γοφού 2. μτφ. υπερβολική κούραση που προκαλεί πόνο και δυσκαμψία τών γοφών …   Dictionary of Greek

  • ξεγόφιασμα — το, ατος 1. το βγάλσιμο του γοφού. 2. μτφ., η υπερβολική κούραση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»